εϋκτίμενος

εϋκτίμενος
ἐϋκτίμενος, -η, -ον (Α)
1. (ως επίθ. πόλεων) καλός για να κατοικήσει, να διαμείνει κάποιος («ἐϋκτίμενον πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.)
2. (και για κάθε ανθρώπινο έργο) καλά κατασκευασμένος, καλά καλλιεργημένος, καλοχτισμένος (α. «νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο», Ομ. Οδ.
κουράστηκαν για να έχει το νησί ωραίες οικοδομές, για να γίνει κατάλληλο να κατοικηθεί
β. «ἐϋκτιμένη ἐν ἀλωῇ» — σε καλά κατασκευασμένο αλώνι, Ομ. Ιλ.
γ. «εὗρεν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ» — βρήκε σε καλά καλλιεργημένο κήπο, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + κτίμενος, αρχαιότατη μετοχή ενεστώτα τού κτίζω που μαρτυρείται και στα Μηκυναϊκά με τον τύπο ki-ti-me-no].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐυκτίμενος — ἐϋκτίμενος , ἐυκτίμενος good to dwell in masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκτίμενον — ἐυκτίμενος good to dwell in masc acc sg ἐυκτίμενος good to dwell in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκτιμένη — ἐυκτίμενος good to dwell in fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκτιμένην — ἐυκτίμενος good to dwell in fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκτιμένας — εὐκτιμένᾱς , ἐυκτίμενος good to dwell in fem acc pl εὐκτιμένᾱς , ἐυκτίμενος good to dwell in fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυκτιμένας — ἐϋκτιμένᾱς , ἐυκτίμενος good to dwell in fem acc pl (epic) ἐϋκτιμένᾱς , ἐυκτίμενος good to dwell in fem gen sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυκτίμενον — ἐϋκτίμενον , ἐυκτίμενος good to dwell in masc acc sg (epic) ἐϋκτίμενον , ἐυκτίμενος good to dwell in neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγακτιμένη — ἀγακτιμένη, η (Α) η πόλη που έχει χτιστεί καλά ή σε καλή τοποθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα + κτίμενος (πρβλ. ἐϋκτίμενος), μτχ. κάποιου αθέματου ρήματος *κτίμαι (πρβλ. αρχ. ινδ. αθέμ. ρ. kseti, ksivanti «κατοικεί, κατοικούν» και μυκην. ki ti je si =… …   Dictionary of Greek

  • εΰκτιτος — ἐΰκτιτος, ον (Α) εϋκτίμενος* («πόλις ἐΰκτιτος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. ά κτιτος, που μαρτυρείται και στα Μηκυναϊκά στον τύπο a ki ti to] …   Dictionary of Greek

  • εύκτιστος — εὔκτιστος, ον, ποιητ. τ. ἐΰκτιστος, ον (Μ) εϋκτίμενος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτιστός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”