- εϋκτίμενος
- ἐϋκτίμενος, -η, -ον (Α)1. (ως επίθ. πόλεων) καλός για να κατοικήσει, να διαμείνει κάποιος («ἐϋκτίμενον πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.)2. (και για κάθε ανθρώπινο έργο) καλά κατασκευασμένος, καλά καλλιεργημένος, καλοχτισμένος (α. «νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο», Ομ. Οδ.κουράστηκαν για να έχει το νησί ωραίες οικοδομές, για να γίνει κατάλληλο να κατοικηθείβ. «ἐϋκτιμένη ἐν ἀλωῇ» — σε καλά κατασκευασμένο αλώνι, Ομ. Ιλ.γ. «εὗρεν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ» — βρήκε σε καλά καλλιεργημένο κήπο, Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + κτίμενος, αρχαιότατη μετοχή ενεστώτα τού κτίζω που μαρτυρείται και στα Μηκυναϊκά με τον τύπο ki-ti-me-no].
Dictionary of Greek. 2013.